ΚΑΛΗ ΚΑΡΑΤΖΑ
Ματωμένες κερασιές
Ένα λησμονημένο βότσαλο ταξιδεύει στις θάλασσες της Μικράς Ασίας και αποκαλύπτει τα συγκλονιστικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της Μαντώς Αϊβαλιώτη. Ταξίδι μεγάλο έκανε το βότσαλο από τη θάλασσα της Μάνης ως τα νερά της Μικράς Ασίας, για ν’ ανταμώσει ένα άλλο λησμονημένο βότσαλο και να μάθει όλη την ιστορία…Άκουγε προσεκτικά η Μαντώ κι έμαθε για ρίζες χαμένες.
Για κεντημένα με κερασιές ατλαζένια μαξιλάρια, που βάψανε κόκκινο σαν αίμα δυο νυφικά… Για τα νεαρά κορίτσια, τη Διαμαντούλα και την Εμινέ, που μοιράζονταν μυστικά και όνειρα στα σοκάκια της Σμύρνης…
Και για τον έρωτα που φώλιασε στις καρδιές τους για τον ίδιο άντρα, το γιο του τσαγκάρη· της μιας έκλεψε την καρδιά, στην άλλη έδωσε τη δική του. Για την πιανίστρια με τα κόκκινα μαλλιά που μες στην αντάρα βρέθηκε στο ίδιο καράβι του ξεριζωμού με τη Διαμαντούλα, έχοντας τη μικρή Ντάμλα στην αγκαλιά. Ελπίδες και προδοσίες, όμως, άντεξαν στη φωτιά και στο θάνατο και ταξίδεψαν από την προκυμαία της Σμύρνης στην καινούρια πατρίδα. Κουβάρι μεγάλο που ξετυλίχτηκε ύστερα από χρόνια και σκόρπισαν όλα… Γάμος από ματαιοδοξία, έρωτας παθιασμένος και προδοσία τρέλαναν τη Μαντώ μέχρι τη μέρα εκείνη που ένα μανιασμένο κύμα έβγαλε στην αμμουδιά του αρχοντικού ένα ναυαγό κι άλλαξε η ρότα της ζωής της…
ΣΤΕΛΙΟΣ Δ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Μιχριμπάν η νεράιδα της Σμύρνης
Από τη Μικρασιατική Καταστροφή στα προσφυγικά του Πειραιά και από τους
κερχανέδες της Σμύρνης στην Αντίσταση, η τραγική ιστορία της Μιχριμπάν είναι
η ιστορία όλων των ξεριζωμένων. Η Μιχριμπάν έτρεξε προς την προκυμαία. Πίσω η Σμύρνη καιγόταν κι ένας μαύρος καπνός σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ίσως αυτές ήταν οι τελευταίες εικόνες που είδε λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της και με αυτές βυθιζόταν…
Από εκείνη τη στιγμή, η μοίρα έκλωθε κουβάρι το ριζικό της. Γεννημένη στο Φραγκομαχαλά από πατέρα Έλληνα και μάνα Εβραία, ήταν πανέμορφη σαν νεράιδα. Μαζί με τη Νεριμάν, ήταν τα δουλικά στο αρχοντικό του Βελισάρογλου. Εκεί έμελλε να γνωρίσει τον Μεχμέτ, τον παιδικό της έρωτα, που αργότερα έγινε
αξιωματικός στο στρατό του Κεμάλ, εκεί έμαθε τα χαρτιά και τα μπουγιούμια από την αγαπημένη της νενέ. Μετά την καταστροφή βρέθηκε στους κερχανέδες, πουλώντας την ομορφιά της. Η μπιρ γκιουζελίν, όπως την αποκαλούσαν, με το
μελαγχολικό χαμόγελο και τη βελούδινη φωνή, ήταν περιζήτητη. Πλούσιοι Λεβαντίνοι τη γέμιζαν χρυσές λίρες για ένα σικίμ, ενώ εκείνος ο ανατολίτικος αμανές που τραγουδούσε μεθούσε και το φεγγάρι. Είμαι η Μιχριμπάν, η Νεράιδα της Σμύρνης, έλεγε συχνά στον εαυτό της καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη λίγο πριν βγει στο πάλκο για να τραγουδήσει.
Ο ψεύτικος έρωτας και το χρυσάφι, ραμμένα σ’ ένα παλιό φόρεμα, διαφέντευαν από εδώ και πέρα τη ζωή της. Περιπλανώμενη στις γειτονιές της ρημαγμένης Ελλάδας, βρέθηκε ύστερα από χρόνια στα προσφυγικά του Πειραιά με εισιτήριο το κορμί της. Ένιωθε να βουλιάζει συνεχώς στο βούρκο, διασκεδάζοντας τους δωσίλογους της Γκεστάπο. Ήθελε να ξεφύγει, ν’ αγωνιστεί… Έτσι, εντάχθηκε στην Αντίσταση. Είκοσι χρόνια μετά, η Μιχριμπάν, εντυπωσιακή μες στο γαλάζιο της φόρεμα, φθάνει στο λιμάνι και τα μάτια βουρκώνουν αντικρίζοντας τη γενέτειρά της· τη Σμύρνη που λάτρεψε και την έκαψαν οι Τούρκοι. Τα χώματα που τη γέννησαν και βάφτηκαν
με το αίμα τόσων αθώων, εκεί που έχασε ένα παιδί και μαζί τα όνειρά της. Την πόλη που την ονόμασε Περίμ – νεράιδα. Μοναδική κληρονομιά της τώρα, ένα ούτι, ο αμανές και το κλάμα της ψυχής της.
ΝΙΚΟΣ ΜΗΤΟΥΣΗΣ
Οι κουρελούδες της Αλισάβας
Η Αλισάβα θα ξαναζήσει μέσα από τις αφηγήσεις της τις πιο έντονες στιγμές της ζωής της· τη Ραιδεστό στις αρχές του 20ού αιώνα, τους διωγμούς, τους ατελείωτους πολέμους.
Δεκαετία του ’70, σ’ ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους αγαπημένους της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά δεν τους αποχωριζόταν. Τα παιδιά στη γειτονιά τη φοβόνταν, ωστόσο, ο μικρός Νικηφόρος κατάφερε να περάσει το κατώφλι της και να τη γνωρίσει. Η Αλισάβα θα ξαναζήσει μέσα από τις αφηγήσεις της στον νεαρό τις πιο έντονες στιγμές της ζωής της· τη Ραιδεστό στις αρχές του 20ού αιώνα, τους διωγμούς από την Πόλη, τη ζωή στην Καβάλα, τους ατέλειωτους πολέμους. Μεταξύ τους θα
δημιουργηθεί μια δυνατή σχέση η οποία θα κρατήσει δεκαετίες,
ώσπου εκείνος πλέον ενηλικιώνεται…
Η ιστορία ξεκινά το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό όταν ο σεισμός ήρθε σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους.
Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά. Έτσι κουκουλωμένη όπως ήταν με την μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν μια τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους.
Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα. Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια…
Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει. Κι όταν το αγόρι έγινε άντρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι
μια κουρελού ολοκαίνουρια, απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΛΟΥΜΙΔΑΚΗ
Άντρες έχουμε... γυναίκες ψάχνουμε!
Χιούμορ και ψυχολογία σε ένα απολαυστικό μυθιστόρημα
Ο Κωνσταντίνος είναι απενεργοποιημένος. Έτσι γεννήθηκε. Η βάρκα, στην οποία ως τώρα έπλεε, έχει πιάσει φιλίες με τα νερά. Κι αυτός με τα απόνερα. Ενώ έχει γευθεί δεόντως, στο όχι και τόσο ένδοξο παρελθόν του, τη ματαιότητα της ύλης, γι' αυτήν σκίζει τα επώνυμα ιμάτιά του ακόμα ως μαχόμενος δικηγόρος. Μετά τον χωρισμό του έχει συμπεράνει διάφορα… Καιρός ήταν. Ανάμεσα σ' αυτά κι ότι κάθε μέρα που περνά πρέπει να είναι ακόμα μια καινούρια ανυποψίαστη περίπτωση. Τώρα είναι η ταλαίπωρη σειρά της Ρένας...
Η Ρένα είναι της κατηγορίας «Φύγε εσύ, έλα εσύ» και, παράλληλα, τους θέλει όλους πίσω για να ξεκολλήσει. Ο Πέτρος είναι στενός φίλος του Κωνσταντίνου, αλλά και σημαντική πηγή αφαίμαξης εισοδήματος για το γραφείο του. Έχει εργοστάσιο πλαστικών με τη χοντρή αδελφή του και, προς υπέρτατη χαρά του Κωνσταντίνου, δεν πολυελέγχουν τις άπληστες χρεώσεις του.
Η Κατερίνα, η χαρωπή κολλητή της Ρένας, τη συναγωνίζεται αντάξια στην παραφροσύνη. Κατά τ’ άλλα, παραπονιέται ότι δεν υπάρχουν άντρες.
Λες και υπάρχουν γυναίκες…
Ματωμένες κερασιές
Ένα λησμονημένο βότσαλο ταξιδεύει στις θάλασσες της Μικράς Ασίας και αποκαλύπτει τα συγκλονιστικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της Μαντώς Αϊβαλιώτη. Ταξίδι μεγάλο έκανε το βότσαλο από τη θάλασσα της Μάνης ως τα νερά της Μικράς Ασίας, για ν’ ανταμώσει ένα άλλο λησμονημένο βότσαλο και να μάθει όλη την ιστορία…Άκουγε προσεκτικά η Μαντώ κι έμαθε για ρίζες χαμένες.
Για κεντημένα με κερασιές ατλαζένια μαξιλάρια, που βάψανε κόκκινο σαν αίμα δυο νυφικά… Για τα νεαρά κορίτσια, τη Διαμαντούλα και την Εμινέ, που μοιράζονταν μυστικά και όνειρα στα σοκάκια της Σμύρνης…
Και για τον έρωτα που φώλιασε στις καρδιές τους για τον ίδιο άντρα, το γιο του τσαγκάρη· της μιας έκλεψε την καρδιά, στην άλλη έδωσε τη δική του. Για την πιανίστρια με τα κόκκινα μαλλιά που μες στην αντάρα βρέθηκε στο ίδιο καράβι του ξεριζωμού με τη Διαμαντούλα, έχοντας τη μικρή Ντάμλα στην αγκαλιά. Ελπίδες και προδοσίες, όμως, άντεξαν στη φωτιά και στο θάνατο και ταξίδεψαν από την προκυμαία της Σμύρνης στην καινούρια πατρίδα. Κουβάρι μεγάλο που ξετυλίχτηκε ύστερα από χρόνια και σκόρπισαν όλα… Γάμος από ματαιοδοξία, έρωτας παθιασμένος και προδοσία τρέλαναν τη Μαντώ μέχρι τη μέρα εκείνη που ένα μανιασμένο κύμα έβγαλε στην αμμουδιά του αρχοντικού ένα ναυαγό κι άλλαξε η ρότα της ζωής της…
ΣΤΕΛΙΟΣ Δ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Μιχριμπάν η νεράιδα της Σμύρνης
Από τη Μικρασιατική Καταστροφή στα προσφυγικά του Πειραιά και από τους
κερχανέδες της Σμύρνης στην Αντίσταση, η τραγική ιστορία της Μιχριμπάν είναι
η ιστορία όλων των ξεριζωμένων. Η Μιχριμπάν έτρεξε προς την προκυμαία. Πίσω η Σμύρνη καιγόταν κι ένας μαύρος καπνός σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ίσως αυτές ήταν οι τελευταίες εικόνες που είδε λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της και με αυτές βυθιζόταν…
Από εκείνη τη στιγμή, η μοίρα έκλωθε κουβάρι το ριζικό της. Γεννημένη στο Φραγκομαχαλά από πατέρα Έλληνα και μάνα Εβραία, ήταν πανέμορφη σαν νεράιδα. Μαζί με τη Νεριμάν, ήταν τα δουλικά στο αρχοντικό του Βελισάρογλου. Εκεί έμελλε να γνωρίσει τον Μεχμέτ, τον παιδικό της έρωτα, που αργότερα έγινε
αξιωματικός στο στρατό του Κεμάλ, εκεί έμαθε τα χαρτιά και τα μπουγιούμια από την αγαπημένη της νενέ. Μετά την καταστροφή βρέθηκε στους κερχανέδες, πουλώντας την ομορφιά της. Η μπιρ γκιουζελίν, όπως την αποκαλούσαν, με το
μελαγχολικό χαμόγελο και τη βελούδινη φωνή, ήταν περιζήτητη. Πλούσιοι Λεβαντίνοι τη γέμιζαν χρυσές λίρες για ένα σικίμ, ενώ εκείνος ο ανατολίτικος αμανές που τραγουδούσε μεθούσε και το φεγγάρι. Είμαι η Μιχριμπάν, η Νεράιδα της Σμύρνης, έλεγε συχνά στον εαυτό της καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη λίγο πριν βγει στο πάλκο για να τραγουδήσει.
Ο ψεύτικος έρωτας και το χρυσάφι, ραμμένα σ’ ένα παλιό φόρεμα, διαφέντευαν από εδώ και πέρα τη ζωή της. Περιπλανώμενη στις γειτονιές της ρημαγμένης Ελλάδας, βρέθηκε ύστερα από χρόνια στα προσφυγικά του Πειραιά με εισιτήριο το κορμί της. Ένιωθε να βουλιάζει συνεχώς στο βούρκο, διασκεδάζοντας τους δωσίλογους της Γκεστάπο. Ήθελε να ξεφύγει, ν’ αγωνιστεί… Έτσι, εντάχθηκε στην Αντίσταση. Είκοσι χρόνια μετά, η Μιχριμπάν, εντυπωσιακή μες στο γαλάζιο της φόρεμα, φθάνει στο λιμάνι και τα μάτια βουρκώνουν αντικρίζοντας τη γενέτειρά της· τη Σμύρνη που λάτρεψε και την έκαψαν οι Τούρκοι. Τα χώματα που τη γέννησαν και βάφτηκαν
με το αίμα τόσων αθώων, εκεί που έχασε ένα παιδί και μαζί τα όνειρά της. Την πόλη που την ονόμασε Περίμ – νεράιδα. Μοναδική κληρονομιά της τώρα, ένα ούτι, ο αμανές και το κλάμα της ψυχής της.
ΝΙΚΟΣ ΜΗΤΟΥΣΗΣ
Οι κουρελούδες της Αλισάβας
Η Αλισάβα θα ξαναζήσει μέσα από τις αφηγήσεις της τις πιο έντονες στιγμές της ζωής της· τη Ραιδεστό στις αρχές του 20ού αιώνα, τους διωγμούς, τους ατελείωτους πολέμους.
Δεκαετία του ’70, σ’ ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους αγαπημένους της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά δεν τους αποχωριζόταν. Τα παιδιά στη γειτονιά τη φοβόνταν, ωστόσο, ο μικρός Νικηφόρος κατάφερε να περάσει το κατώφλι της και να τη γνωρίσει. Η Αλισάβα θα ξαναζήσει μέσα από τις αφηγήσεις της στον νεαρό τις πιο έντονες στιγμές της ζωής της· τη Ραιδεστό στις αρχές του 20ού αιώνα, τους διωγμούς από την Πόλη, τη ζωή στην Καβάλα, τους ατέλειωτους πολέμους. Μεταξύ τους θα
δημιουργηθεί μια δυνατή σχέση η οποία θα κρατήσει δεκαετίες,
ώσπου εκείνος πλέον ενηλικιώνεται…
Η ιστορία ξεκινά το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό όταν ο σεισμός ήρθε σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους.
Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά. Έτσι κουκουλωμένη όπως ήταν με την μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν μια τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους.
Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα. Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια…
Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει. Κι όταν το αγόρι έγινε άντρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι
μια κουρελού ολοκαίνουρια, απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΛΟΥΜΙΔΑΚΗ
Άντρες έχουμε... γυναίκες ψάχνουμε!
Χιούμορ και ψυχολογία σε ένα απολαυστικό μυθιστόρημα
Ο Κωνσταντίνος είναι απενεργοποιημένος. Έτσι γεννήθηκε. Η βάρκα, στην οποία ως τώρα έπλεε, έχει πιάσει φιλίες με τα νερά. Κι αυτός με τα απόνερα. Ενώ έχει γευθεί δεόντως, στο όχι και τόσο ένδοξο παρελθόν του, τη ματαιότητα της ύλης, γι' αυτήν σκίζει τα επώνυμα ιμάτιά του ακόμα ως μαχόμενος δικηγόρος. Μετά τον χωρισμό του έχει συμπεράνει διάφορα… Καιρός ήταν. Ανάμεσα σ' αυτά κι ότι κάθε μέρα που περνά πρέπει να είναι ακόμα μια καινούρια ανυποψίαστη περίπτωση. Τώρα είναι η ταλαίπωρη σειρά της Ρένας...
Η Ρένα είναι της κατηγορίας «Φύγε εσύ, έλα εσύ» και, παράλληλα, τους θέλει όλους πίσω για να ξεκολλήσει. Ο Πέτρος είναι στενός φίλος του Κωνσταντίνου, αλλά και σημαντική πηγή αφαίμαξης εισοδήματος για το γραφείο του. Έχει εργοστάσιο πλαστικών με τη χοντρή αδελφή του και, προς υπέρτατη χαρά του Κωνσταντίνου, δεν πολυελέγχουν τις άπληστες χρεώσεις του.
Η Κατερίνα, η χαρωπή κολλητή της Ρένας, τη συναγωνίζεται αντάξια στην παραφροσύνη. Κατά τ’ άλλα, παραπονιέται ότι δεν υπάρχουν άντρες.
Λες και υπάρχουν γυναίκες…