Πολύ συχνά στην εκπαίδευση, γίνεται λόγος για την τιμωρία. Με τον όρο τιμωρία, εννοούμε τη στέρηση για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα κάποιου πράγματος ή δραστηριότητας, που προκαλεί χαρά στο παιδί ως αποτέλεσμα μιας πράξης ή συμπεριφοράς του, που δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες που έχουμε θέσει. Μπορεί να πάρει πολλές μορφές, από τις οποίες η σωματική είναι απαγορευτική και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μέσο διαπαιδαγώγησης όπως επίσης και δεν επιτρέπεται από τον νόμο (Ν.3500/06, άρθρο 4). Η επιβολή της, έχει διαφορετικό αντίκτυπο σε κάθε παιδί. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως την ηλικιακή του ομάδα, την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση, τον τρόπο που τίθεται κ.τ.λ. Παλαιότερα, αποτελούσε ευρέως διαδεδομένη και αποδεκτή μέθοδο επιβολής πειθαρχίας. Πλέον όμως, οι ειδικοί επισημαίνουν τις αρνητικές της επιπτώσεις και προτείνουν εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας των δύσκολων συμπεριφορών με μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα. Ας εξετάσουμε όμως πρώτα τις συνέπειές της.
Το παιδί εκλαμβάνει την τιμωρία ως μια εκδικητική συμπεριφορά του ενήλικα προς αυτό. Οι απαιτήσεις που έχουμε απέναντι στο παιδί, θα πρέπει να είναι αντίστοιχες με το αναπτυξιακό στάδιο και το ηλικιακό πλαίσιο στο οποίο απευθυνόμαστε. Ένα μικρότερο ηλιακά παιδί για παράδειγμα, δε θα μπορεί ακόμη να εκλογικεύσει τη συμπεριφορά του ενήλικα ή να ελέγξει τη δική του συναισθηματική παρόρμηση, όπως ένα μεγαλύτερο.
Κατά την επιβολή της εκείνος που τιμωρεί, ασκεί μια μορφή εξουσίας προκαλώντας την αντίδραση του παιδιού. Αυτό γεννά στο παιδί αισθήματα θυμού και φόβου.
Πολλές φορές, λόγω του τρόπου επιβολής της, το παιδί αισθάνεται πως χάνει έστω και στιγμιαία την ασφάλεια και την αγάπη του μεγάλου που βρίσκεται απέναντί του. Το γεγονός αυτό, διαταράσσει τη σχέση μαζί του και πλήττει την εμπιστοσύνη.
Η χρήση της, τοποθετεί το παιδί στη θέση του κατηγορουμένου. Έτσι, στερείται τη δυνατότητα της μάθησης που προσφέρει το λάθος , καθώς δεν του επιτρέπουμε να βρεθεί προ των ευθυνών του και να αναλογιστεί τη συμπεριφορά του μέσα σε έναν υγιή διάλογο.
Παρόλο που υπάρχει η αντίληψη πως η τιμωρία διευθετεί άμεσα και ριζικά μια παραβατική συμπεριφορά ή πράξη, στην πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζει τη ρίζα του προβλήματος που τη γέννησε. Αντιθέτως, λειτουργεί μόνο βραχυπρόθεσμα, τη στιγμή που τίθεται και συνήθως το λάθος θα επαναληφθεί, όταν ο ενήλικας δε θα βρίσκεται εκεί.
Η τιμωρία ενισχύει τη χρήση του ψέματος από το παιδί, ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να προστατευτεί από τις συνέπειές της.
Έχει παρατηρηθεί μάλιστα, έντονο άγχος σε παιδιά που τιμωρούνται αυστηρά και συνακόλουθη δημιουργία φόβου του λάθους. Αυτό συμβαίνει, επειδή το τιμωρημένο παιδί χάνει την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό του και νιώθει αγωνία απέναντι σε εκείνο που το περιμένει, αν παραστρατήσει ξανά από το σωστό. Φυσικά, το γεγονός πως η τιμωρία δεν αποτελεί επιτυχή μέθοδο διαπαιδαγώγησης, δε σημαίνει ότι ένα παιδί ωφελείται με το να δρα ανεξέλεγκτο, χωρίς καθόλου συνέπειες. Κάτι τέτοιο πλήττει την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη, θέτοντάς το σε κινδύνους τόσο συναισθηματικούς όσο και σωματικούς.
Η οριοθέτηση, η λειτουργία δηλαδή μέσα σε ένα πλαίσιο με σαφή όρια, επιτρέπει στο παιδί να αναπτυχθεί με τρόπο ασφαλή και ολοκληρωμένο. Τα όρια, είναι εξαιρετικά σημαντικά για την ανάπτυξη των παιδιών, αφού τους παρέχουν ασφάλεια και ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορούν να δοκιμάσουν τρόπους συμπεριφορών, ώστε να εξελιχθούν. Η οριοθέτηση και οι λογικές συνέπειες που έπονται των συμπεριφορών, αποτελούν αποτελεσματικούς τρόπους διαπαιδαγώγησης, ώστε να μάθουν τα παιδιά με τον καιρό να βάζουν τα ίδια όρια στον εαυτό τους. Ας μην ξεχνάμε πως το σημαντικότερο στην εκπαίδευση των παιδιών είναι η ανάγκη δημιουργίας ενός σταθερού σημείου αναφοράς, ώστε να γεννηθεί ένας υγιής τρόπος επικοινωνίας των αναγκών τους μέσα σε ένα πλαίσιο δοκιμής και λάθους.