Η Πόλη που ξέχασε τους ανθρώπους
ή μήπως όχι;
~της Κρυσταλλένιας Γαβριηλίδου
Συχνά αναρωτιόμαστε αν ο χρόνος τρέχει επίτηδες όλο και πιο γρήγορα ή εμείς είναι που χάνουμε τον βηματισμό και μένουμε πίσω. Οι ρόλοι πληθαίνουν, οι απαιτήσεις το ίδιο. Έρχεται η στιγμή που τρέχουμε και δε φτάνουμε και καταλήγουμε να γυρνάμε γύρω από τον εαυτό μας.
Στην αρχή ήταν όλα ήρεμα, η ζωή κυλούσε όμορφα.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Ποιος μας έφερε;
Πότε θα φύγουμε;
Κάποτε δημιουργούσαμε ευκαιρίες, έπειτα συνηθίσαμε να είναι όλα εύκολα, να παρουσιάζονται πόρτες ανοιχτές μπροστά μας, ώσπου δε θυμόμασταν πως να τις ανοίξουμε. Μείναμε λοιπόν άπραγοι να τις κοιτάμε να μας προσπερνούν.
Άλλοτε είχαμε ανθρώπους αγαπημένους πλάι και τους προσέχαμε και μας πρόσεχαν. Κάπου στη διαδρομή όμως σε μια στροφή της ζωής, ίσως η ταχύτητα, ίσως ο χρόνος και οι αλλαγές που επιφέρει, τους αφήσαμε πίσω.
Άλλοτε ελπίζαμε σε κάτι καλύτερο, το περιμέναμε να 'ρθει. Τότε είχαμε κήπο ολόκληρο, με δέντρα και φυτά που ποτίζαμε και φροντίζαμε θέλοντας μόνο να τα δούμε να ανθίζουν κι έπειτα να ρίχνουν τα φύλλα τους για να ξεκουραστούν, προτού επανέλθουν πάλι. Αυτή η γλυκιά προσμονή του κύκλου ζωής, μας κρατούσε.
Άλλοτε αγαπούσαμε τα βιβλία και μας αγαπούσαν και εκείνα γιατί η παιδεία ήταν σημαντική για μας και η ουσία της βρίσκεται στην εξέλιξη. Διαβάζαμε πολύ, γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον, χαιρετιόμασταν. Δεν ξέρω πότε αρχίσαμε να μη βλέπουμε ο ένας τον άλλον πια και τελικά τον ξεχάσαμε. Τα βιβλία μας ήταν άγνωστα. Περνούσαν από δίπλα μας και γυρνούσαμε το κεφάλι από την άλλη. Κι ίσως γιατί τότε διαβάζαμε κι έτσι ποτίζαμε το μέσα μας να μεγαλώσει, κι οι σχέσεις να ήταν αλλιώς.
Υπήρχαν οικογενειακοί δεσμοί, τόσο στενοί που ήμασταν ένα, με αρχές και αξίες ίδιες. Ξέραμε πως να ακούσουμε τους άλλους, κάναμε διάλογο, ανταλλάσσαμε απόψεις και τις αναζητούσαμε γιατί ήταν πολύτιμες και η αγκαλιά τους η πιο αληθινή. Τότε ξέραμε ποιοι ήμασταν. Βοηθούσαμε τους ηλικιωμένους να περάσουν απέναντι, τους δίναμε τη θέση μας στο λεωφορείο, πηγαίναμε να επισκεφτούμε τους παππούδες μας. Ακόμη κι όταν μεγαλώσαμε και δεν μπορούσαν να μας κακομάθουν πια. Δε μας φαίνονταν όλα αδιάφορα, άσκοπα και οι λέξεις τους από άλλη εποχή που το ένιωθαν και οι ίδιοι και έπαψαν να μιλούν. Ξεχάσαμε πως είναι να μεγαλώνεις και να παραγκωνίζεσαι ίσως γιατί δε σκεφτήκαμε πως είναι να μπαίνεις στη θέση του άλλου και αναπόφευκτα θα έρθει και η δική μας η σειρά.
Κλείσαμε τα μάτια, βουλώσαμε τα αυτιά και βάλαμε φτερά στα πόδια. Μόνο αυτό μας ενδιέφερε. Να προλάβουμε. Γίναμε πιο σημαντικοί από όλους ώσπου μείναμε μόνοι μας. Αποξενωθήκαμε, χάσαμε τους ανθρώπους μας και τις στιγμές τους, ξεχάσαμε ποια είναι τα σημαντικά. Δεν έμεινε κανένας να μας νοιαστεί και να νοιαστούμε. Η ζεστασιά, η αγκαλιά, το δόσιμο, άρχισαν να ξεθωριάζουν. Αφού φαγωθήκαμε μεταξύ μας, ασχημύναμε μέσα και έξω μας. Όλα αυτά είχαν αντίκτυπο και στην πόλη, σε ότι μας περιβάλλει. Άρχισαν να γίνονται αισθητά, ρύπανση, βανδαλισμοί, σκουπίδια, γράφαμε τους τοίχους, παίρναμε όσο περισσότερα αυτοκίνητα μπορούσαμε και κατάπιναν την πόλη και το οξυγόνο της. Την καταστρέψαμε ή ως καθρέφτης μας έγινε σαν εμάς.
Αυτές οι σκέψεις ήταν η αφορμή για το νέο μου βιβλίο. "Η Πόλη που ξέχασε τους ανθρώπους" ή μήπως όχι; Έχει 2 εξώφυλλα καθώς όλα έχουν 2 όψεις και είναι καλό να έχουμε περιφερειακή όραση, βλέποντας κι όσα δε θέλουμε. Στο δεύτερο εξώφυλλο λοιπόν ο τίτλος είναι αντίστροφος: "Οι άνθρωποι που ξέχασαν την Πόλη". Έχει όμως σημασία ποιος ξέχασε ποιον πρώτος; Η Πόλη τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι την Πόλη; Ή μήπως μετρά το αποτέλεσμα;
Ένα παραμύθι αλληγορικό, πιο επίκαιρο από ποτέ καθώς η πανδημία ενέτεινε τα ήδη γινωμένα, τα μεγένθυνε, για μεγάλους και μικρούς, που θέλει να δείξει πως τα παραμύθια είναι για όλους και μπορούν να αποτελέσουν τροφή για σκέψη και αφορμή για συζήτηση και ανταλλαγή οπτικών για τη σύνθεση του δάσους και όχι μεμονωμένων δέντρων.
Οι πρωταγωνιστές του, είναι η Πόλη, μια λιβελούλα, ο κύριος βιβλιούλης κι ένα αγόρι. Μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε πόλη, μικρογραφία της δικής μας με πρωταγωνιστές εμάς. Η ονειρική εικονογράφηση που ντύνει το βιβλίο, είναι της Έφης Κοκκινάκη ενώ στο τέλος παρατίθεται ένα υστερόγραφο θα έλεγα προς τον ενήλικα, ένας χάρτης δράσεων-αντιδιαμετρικών επιλογών που μπορεί να επιλέξει για να φτάσει στην Πόλη και είναι αυτές που τον ακολουθούν στη ζωή του, συνδεδεμένος άγαστα με την ψυχολογική προσέγγιση της στρατιωτικής ψυχολόγου Μαριάνθης Μιχαλακοπούλου που φωτίζει μια άλλη διάσταση του θέματος και θα μας κάνει να σκεφτούμε.
Η Πόλη που ξέχασε τους ανθρώπους κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο.